αποσφαλίζω

αποσφαλίζω
κ. -σφαλνώ (Μ ἀποσφαλίζω)
1. κλείνω κάποιον ή κάτι σε μέρος ασφαλισμένο
2. αποκλείω τη θάλασσα κατά τη διάρκεια πολιορκίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”